Σελίδες

Η Μεγάλη Πρόκληση του 20ου Αιώνα


Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ

Σαν ελάχιστη τιμή, στον άνθρωπο που έκλεινε κάποτε τα μηνύματα του με τη φράση: «Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς», βρήκαμε και αναδημοσιεύουμε, από το Οικονομικό Περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ του 1963, το πρώτο του άρθρο – «Εισαγωγή στη Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Κονίστρα».

Είναι ένα ιστορικό κείμενο, που σας το παρουσιάζουμε.


« Η Ελλάς διέρχεται μία κρίσιμο καμπή της ιστορίας της. Ορόσημο αυτής της καμπής αποτελεί η σύνδεση της με τας χώρας της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς.

Κατά την δημοσίαν συζήτησιν, η οποία προηγήθη της συνδέσεως, το θέμα το οποίον κυρίως απησχόλησεν και τους ειδικούς και το κοινόν ήτο Οικονομικόν.

Το βασικό ερώτημα που ετέθη ήτο: Οταν μία χώρα με σχετικώς χαμηλόν κατά κεφαλήν εισόδημα, ως η Ελλάς, συνδέεται με χώρας των οποίων το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι σημαντικώς υψηλότερον, τι πρόκειται να συμβεί; θα επιταχυνθή ή θα επιβραδυνθή ο ρυθμός αναπτύξεως της εν λόγω χώρας; Και βέβαια η απόφασις της Ελλάδος όπως προσχώρηση εις την σύνδεσιν, σημαίνει ότι η απάντησις που εδόθη ήτο καταφατική.

Θα επεθύμουν να παρατηρήσω ότι η καταφατική αυτή απάντησις δεν ήτο δυνατόν να έχει την έννοιαν Προβλέψεως. Διότι πρόβλεψις γενικά και άνευ όρων εις το ερώτημα αυτό δεν είναι δυνατόν να δοθή. Η μόνη έννοια την οποίαν δικαιούμεθα να δώσωμεν εις την απόφασιν της συνδέσεως είναι ότι η Ελλάς απεδέχθη την μεγάλην πρόκλησιν του 20ού αιώνος, ότι απεδέχθη να αποδυθεί εις τον μεγάλον αγώνα δια την ταχείαν ανύψωσιν του βιοτικού επιπέδου του λαού της.

Η έκβασις του αγώνος δεν έχει κριθή, θα κριθή από την στρατηγικήν την οποίαν θα ακολουθήσωμεν και από το σθένος το οποίον θα επιδείξωμεν.

Η απόφασις να συνδεθώμεν με την Ευρωπαϊκήν Κοινήν Αγοράν αποτελεί επομένως επιλογήν γραμμής πορείας δια την χωράν, αποτελεί συμβόλαιον μεταξύ του ελληνικού κράτους και του Ελληνος πολίτου, δια την συμμετοχήν μας εις την μεγάλην εξόρμησιν του 20ού αιώνος.

Την κοινήν γνώμην δεν απησχόλησεν επαρκώς η άλλη όψις της συνδέσεως με την Ε.Κ.Α., ότι δηλαδή η Ελλάς θα αποτελέση ισότιμον μέλος της Κοινότητος των μεγάλων Δημοκρατιών της Δύσεως. Και ότι επομένως θα κληθεί η Ελλάς όχι μόνον να εκσυγχρονήση την οικονομίαν της, αλλά επίσης και το κράτος της και την κοινωνικήν της διάρθρωσιν. Πρώτιστον χαρακτηριστικόν των χωρών της Ε.Κ.Α. είναι ότι είναι Δημοκρατία.

Η θεμελίωσις και προώθησις των Δημοκρατικών θεσμών εις την Ελλάδα, επομένως, οφείλει να γίνη συνείδησις και στόχος δι' όλους τους Ελληνας.

Η Δημοκρατία έχει τρεις όψεις: την πολιτικήν, την κοινωνικήν και την οικονομικήν.

α. Πολιτική Δημοκρατία σημαίνει ότι η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα να κυβερνά και ότι η μειοψηφία έχει το δικαίωμα και να ελέγχη και να δύναται με την πειθώ να γίνη πλειοψηφία και Κυβέρνησις.

β. Κοινωνική Δημοκρατία σημαίνει ότι η συμμετοχή του πολίτου εις το εθνικόν προϊόν είναι ανάλογος προς την συμβολήν του, υπό τον όρον όμως να αποτελή συνειδητόν στόχον της κρατικής πολιτικής η εξασφάλισις δι' όλους τους πολίτας των βασικών προϋποθέσεων της ζωής εντός του δεδομένου πολιτιστικού πλαισίου, η εξασφάλισις δηλαδή της απασχολήσεως, της υγείας, της παιδείας δι' όλους τους πολίτας.

γ. Οικονομικη Δημοκρατία σημαίνει ότι οι πολίται δύνανται να διαθέτουν τους υπ' αυτών ελεγχόμενους πόρους - την εργασίαν των και την περιουσίαν των - επί ίσοις όροις, ότι δηλαδή το κράτος δεν υπόκειται εις την επιρροήν και δεν προωθεί τα συμφέροντα οιασδήποτε ομάδος συμφερόντων ή οικονομικής ολιγαρχίας.

Η έννοια της Δημοκρατίας είναι ταυτόσημος με την έννοιαν της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και αποτελεί επομένως πρωταρχικήν αξίαν. Η εδραίωσίς της δε απαιτεί συνεχή προσπάθεια και επαγρύπνησιν εκ μέρους όλων ανεξαιρέτως των πολιτών.

Ο μέγας πολιτικός άγων των τελευταίων δύο ετών αποδεικνύει πόσον σκληρά δύναται να είναι η μάχη δια την εδραίωσιν της πολιτικής δημοκρατίας εις την χωράν μας.

Εξ ίσου σχεδόν δυσχερής είναι και η επίτευξις της κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας.

Με την συνδεσιν της Ελλάδος με τας χώρας της Ε.Κ. Α. εσάλπισε το προσκλητήριον δι' όλους τους Ελληνας να αγωνισθούν εις τας επάλξεις της Δημοκρατίας - να αγωνισθούν δια να πραγματοποιήσουν την αναμόρφωσιν των θεσμών, η οποία είναι απαραίτητος δια να καταστή η Ελλάς σύγχρονον δημοκρατικόν κράτος.

Δημοκρατία και Οικονομική Ανάπτυξις είναι έννοιαι στενώς συνδεδεμέναι. Είναι σύνηθες δια τους οικονομολόγους να ταυτίζουν τον ρυθμόν αυξήσεως του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας με τον ρυθμόν αναπτύξεως ή προόδου της οικονομίας της. Οι ειδικοί γνωρίζουν βεβαίως ότι η ταύτισις αυτή είναι καθαρώς συμβατική. Το κοινόν όμως κινδυνεύει να παραπλανηθή και να δώση πρωταρχικήν σημασίαν εις τον ρυθμόν αυξήσεως του κατά κεφαλήν εισοδήματος ως δείκτου του ρυθμού οικονομικής αναπτύξεως. Διότι θα έπρεπε να είναι σαφές ότι η κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι στενά συνδεδεμένη με το επίπεδον οικονομικής αναπτύξεως μιας χώρας, θα ήτο μάλιστα δυνατόν να υποστηριχθή ότι οικονομική ανάπτυξις σημαίνει αύξησιν των ευκαιριών παραγωγικής απασχολήσεως και συνεχώς διευρυνομένην συμμετοχήν των λαϊκών τάξεων εις το' αυξανόμενον εθνικόν εισόδημα. Αλλ' αυτή ακριβώς είναι η έννοια της κοινωνικής δημοκρατίας.

Περαιτέρω θα έπρεπε να τονισθή ότι η κοινωνική δικαιοσύνη όχι μόνο δεν παρεμποδίζει την οικονομικήν ανάπτυξη, αλλά τουναντίον αποτελεί προϋπόθεσιν αυτής:
α. Πρώτον, διότι η αύξησις της αγοραστικής δυνάμεως των λαϊκών τάξεων και η διεΰρυνσις της εγχωρίου αγοράς αποτελεί βασικόν παράγοντα δια την εξασφάλισιν ταχείας οικονομικής προόδου, ιδιαίτερα δια μίαν χωράν όπως η Ελλάς, όπου τα προϊόντα της βιομηχανίας εις το παρόν τουλάχιστον προορίζονται κυρίως δια την εγχώριον κατανάλωσιν.

β. Δεύτερον, διότι η ευρύτερα συμμετοχήν των εργαζομένων εις τα αγαθά της αναπτύξεως συντελεί εις την αύξησιν της παραγωγικότητας.

Υπάρχει και μία άλλη βασική παρεξήγησις. Πιστεύεται ότι ευθύς ως ο φορεύς της Οικονομικής πολιτικής μιας χώρας θέσει ως στόχον την οικονομικήν ανάπτυξίν της, παύει να υπάρχη θέμα πολιτικής, δηλαδή θέμα αξιολογήσεως, και ότι αρκεί πλέον ο οικονομολόγος και ο τεχνικός δια να προτείνουν τον άριστον τρόπον πραγματώσεως του γενικού στόχου της οικονομικής πολιτικής.

Τούτο αποτελεί βασικόν σφάλμα. Διότι και ο ρυθμός προόδου της οικονομίας και η κατανομή του εισοδήματος κατά γεωγραφικήν περιοχήν και κατά παραγωγικόν κλάδον και η διάρθρωσις των επενδύσεων κατά κλάδον και περιφέρειαν παραμένουν εις μέγα βαθμό θέματα προς επίλυσιν υπό του υπευθύνου φορέως της οικονομικής πολιτικής. Το περιεχόμενον επομένως της οικονομικής αναπτύξεως είναι κατ' εξοχήν θέμα πολιτικόν.

Επεται ότι μόνον εις χώρας δημοκρατικάς υπάρχει η εγγύησις ότι η οικονομική ανάπτυξις εξυπηρετεί τας μεγάλας μάζας και το γενικόν συμφέρον.

Ούτω καθίσταται σαφές ότι η Δημοκρατία υφ' όλας τας όψεις της είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με το περιεχόμενον, με την συγκεκριμένην μορφήν της οικονομικής ανάπτυξης.

Κατά την παρελθούσαν δεκαετίαν εν Ελλάδι, ο ρυθμός προόδου της οικονομίας με μέτρον την αύξησιν του κατά κεφαλήν εισοδήματος ήτο κατά το μάλλον ή ήττον ικανοποιητικός.

Το περιεχόμενον όμως αυτής της προόδου ήτο εντελώς απογοητευτικόν.

α. Πρώτον, καθ' όσον αφορά την διάρθρωσιν των επενδύσεων: Το εν τρίτον περίπου των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου απερροφήθη εις οικοδόμος πολυτελείας, και ημιπολυτελείας, κυρίως εις την πόλιν των Αθηνών, ενώ αϊ συνολικαί επενδύσεις εις την Γεωργίαν και την μεταποίησιν παρέμειναν κάτω του ενός τρίτου του συνόλου.

β. Δεύτερον, καθ' όσον αφορά την κατανομή του εισοδήματος: Το κατά κεφαλήν εισόδημα εις τας Αθήνας ηυξήθη με ρυθμόν σημαντικώς υψηλότερον του αντιστοίχου ρυθμού δια την υπόλοιπον χωράν. Αι Αθήναι έγιναν σχετικώς πλουσιώτεραι ενώ η υπόλοιπος Ελλάς έγινε σχετικώς πτωχότερα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Αθηνών το 1956 εις ποσοστόν του κατά κεφαλήν εισοδήματος της υπολοίπου Ελλάδος ήτο 140%, ενώ το 1961 150%. Αρκεί η σύγκρισις των συνθηκών διαβιώσεως των ορεινών πληθυσμών της Ελλάδος με τας συνθήκας διαβιώσεως των Αθηναίων, δια να καταστήση σαφή την έκτασιν του κοινωνικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Διότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των ορεινών περιοχών είναι περίπου το εν έβδομον (1/7) εκείνων της πρωτευούσης.

Εμειώθη επίσης κατά τα τελευταία έτη και η ποσοστιαία συμμετοχή του αγρότου και του εργάτου εις το εθνικόν εισόδημα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας εν συγκρίσει προς το κατά κεφαλήν γεωργικόν εισόδημα ήτο εις τα 1955 ανώτερον κατά 39%, εις τα 1960 κατά 62%, και εις το 1962 κατά 72%. Ενώ δε η αύξησις του εθνικού εισοδήματος πλην γεωργίας κατά την περίοδον 1955-1961 α-νήλθεν εις 75,4%, η αύξησις του εργατικού εισοδήματος (λαμβανομένης υπ' όψιν της ετησίας αυξήσεως της απασχολήσεως) ανήλθεν μόνον εις 65%. Και είναι αναπόφευκτον το συμπέρασμα ότι εις τον κοινωνικόν τομέα -εις τον τομέα της κοινωνικής δημοκρατίας- εσημειώθη σαφής οπισθοχώρησις.

Μ πλέον εμφανής μορφή ανισότητος εις την κατανομήν του εισοδήματος είναι η ανεργία και η υποαπασχόλησις. Η αιμορραγία της μεταναστεύσεως, η οποία κατά το 1963 υπερέβη την φυσικήν αύξησιν του πληθυσμού, συνιστά την πλέον πειστικήν απόδειξιν ότι τα βασικά προβλήματα αυτά της χώρας δεν αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς.

γ. Τρίτον, καθ' όσον αφορά το ισοζύγιον πληρωμών: Ο συνδυασμός εξωτερικής βοηθείας και δανεισμού, του τουρισμού, των ναυτιλιακών και μεταναστευτικών εμβασμάτων επέτρεψε εις την χωράν να κάλυψη το διαρκώς αυξανόμενον έλλειμμα του εμπορικού της ισοζυ­γίου. Ενώ αϊ εισαγωγαί ηυξήθησαν με γοργόν ρυθμόν, αϊ εξαγωγαί έμειναν ουσιαστικώς στάσιμοι. Η στασιμότης των εξαγωγών οφείλεται κατά μέγαν βαθμόν εις τον χαμηλόν ρυθμόν αναπτύξεως της βίομηχανίας και ειδικώτερον της μεταποιήσεως. Είναι σχεδόν απίστευτον ότι αι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου εις την μεταποίησιν έπεσαν, από περίπου το 20% επί του συνόλου κατά τας αρχάς της δεκαετίας, εις το 10% κατά το τέλος της. Ο χαμηλός ρυθμός αυξήσεως των επενδύσεων εις την βιομηχανίαν, εν συνδυασμώ με την ερήμωσιν της υπαίθρου και την αιμορραγίαν της μεταναστεύσεως δημιουργεί σοβαρά προσκόμματα εις την οικονομικήν ανάπτυξίν της χώρας.

Η εξήγησις δι' όλα αυτά είναι σχετικώς απλή: Δεν υπήρξεν μέριμνα και δεν υπήρξεν πρόγραμμα. Δεν υπήρξεν μέριμνα, διότι ηυνοήθησαν οι φίλοι και τα ειδικά των συμφέροντα. Και δεν υπήρξε πρόγραμμα, διότι ουδεμία σχεδόν προσπάθεια έγινε δια τον εκσυγχρονισμόν του κράτους.

Προϋπόθεσις της οικονομικής αναπτύξεως κατά τον 20όν αιώνα είναι ο υγιής προγραμματισμός. Και προϋπόθεσις του υγιούς προγραμματισμού είναι το εκσυγχρονισμένον κράτος.

Και τίθεται το ερώτημα: Πώς κατόρθωσαν αϊ μεγάλαι χώραι της Δύσεως να αναπτυχθούν κατά τον 18ον και 19ον αιώνα χωρίς πρόγραμμα και προγραμματιστάς;

Η απάντησις είναι απλή: Το αίτημα της εποχής δεν είναι απλώς η οικονομική ανάπτυξις. Είναι η ταχεία, η εξαιρετικώς ταχεία οικονομική ανάπτυξις. Αλλά αυτή απαιτεί συνειδητήν συντονισμένην προσπάθειαν και απαιτεί επομένως και πρόγραμμα και φορέα.

Πρόγραμμα δεν αποτελεί απλώς απαρίθμησις έργων προς εκτέλεσιν. Το πρόγραμμα απαιτεί πλήρη γνώσιν των διαθεσίμων πόρων και στρατηγικήν κινητοποιήσεως των προς επίτευξιν συγκεκριμένων ιιεραρχημένων σκοπών κατά τον οικονομικότερον τρόπον.

Το πρόγραμμα επομένως στηρίζεται εις την έρευναν. Και η έρευνα είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την πολιτικήν στάθμην μιας χώρας, με την παιδείαν της και με την πνευματικήν της ηγεσίαν.

Δεν είναι περίεργον, επομένως, το ότι η έρευνα εις την Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτος.

Ποία ήτο η μέριμνα δια την παιδείαν κατά τα τελευταία έτη;
Ποίοι πόροι διετέθησαν δια την έρευναν;
Βεβαίως μέτρα τινά ελήφθησαν κατά την διαρρεύσασαν δεκαετίαν - αλλά ήσαν και πολύ πενιχρά και εντελώς ασυντόνιστα. Πρέπει να καταστή σαφές ότι και η παιδεία και η έρευνα είναι εις την πρώτην γραμμήν των προϋποθέσεων δια την επιτυχή επίλυσιν των προβλημάτων της χώρας και ότι ταχέως πρέπει να διατεθούν σημαντικοί πόροι δια την ενίσχυσίν των.

Αλλά πέραν των πόρων απαιτείται ορθολογική οργάνωσις της ερεύνης επί εθνικού επιπέδου. Πέραν της συλλογής στοιχείων, η έρευνα πρέπει να φυγή από τον κρατικόν μηχανισμόν. Η ανάμιξις διοικητικών και ερευνητικών αρμοδιοτήτων παραλύει και τας δύο δραστηριότητας. Η έρευνα δέον ν' ανατεθή εις μικρόν βαθμόν ινστιτούτων ή κέντρων κατά κυρίους τομείς ερεύνης, υπό την γενικήν εποπτείαν ενός εθνικού συμβουλίου ερεύνης. Και δια να αναζωογονηθούν αϊ ανώτατοι σχολαί της χώρας, θα πρέπει το προσωπικόν των ινστιτούτων να έχη ενεργόν ρόλο εις τα ιδρύματα ανωτάτης εκπαιδεύσεως.

Πέραν της ερεύνης το πρόγραμμα απαιτεί και αξιολόγησιν των στόχων.
Και η αξιολόγησις αυτή είναι κατ' εξοχήν πολιτική διαδικασία και ανήκει εις την αρμοδιότητα της Κυβερνήσεως.

Η Κυβέρνησις καταρτίζει το πρόγραμμα. Αλλά εις το σύγχρονον δημοκρατικόν κράτος, η Κυβέρνησις οφείλει να το καταρτίζη εν πλήρη γνώσει των αξιών, των αιτημάτων, των συμφερόντων και των παραγωγικών κλάδων και των περιφερειών της χώρας.

Απαιτείται επομένως να ιδρυθή επίσης θεσμός εις το Ανώτατον Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον Οικονομικής Αναπτύξεως, δια την εκπροσώπησιν και των κλαδικών και περιφερειακών αιτημάτων. Αλλά η ύπαρξις ενός τοιούτου συμβουλίου έχει και άλλον σκοπόν. Εφ' όσον έχουν συμμετάσχει εις την διαδικασίαν καταρτισμού του προγράμματος οι παραγωγικοί κλάδοι, θα αναλάβουν και μίαν ευθύνην συμμετοχής εις την πραγμάτωσιν των στόχων του.

Εις τα υπουργεία κατ' εξοχήν θα πρέπει να ανατεθή η εκτέλεσις του προγράμματος και εις ειδικόν υπουργείον, το Υπουργείον Συντονισμού, θα πρέπει να ανατεθή η εποπτεία της εκτελέσεως του.

Μέχρι τούδε δεν υπήρξεν πρόγραμμα εις την Ελλάδα. Υπήρξεν κατάλογος έργων, η συρραφή του οποίου εγίνετο εις το Υπουργείον Συντονισμού ως αποτέλεσμα πιέσεων υπουργών, πολιτικών φίλων, και φιλικώς διακειμένων οικονομικών παραγόντων.
Το Υπουργείον Συντονισμού δεν επώπτευε την εκτέλεσιν του προγράμματος, απετέλη απλώς πρόσθετον πρόσκομμα εις την διαδικασίαν της οικονομικής αναπτύξεως και ανελάμβανε την εκτέλεσιν μελετών, τας οποίας το ολιγάριθμον και πενιχρώς αμειβόμενον προσωπικόν του ήτο εις αδυναμίαν να φέρη εις αίσιον πέρας.

Εις τον τομέα της εκτελέσεως του προγράμματος είναι απαραίτητοι επίσης και προωθητικοί, συντονιστικοί οργανισμοί κατά κλάδους και κατά περιφερείας. Εις τους οργανισμούς αυτούς κυρίως θα επιπέση η ευθύνη κινητοποιήσεως της ιδιωτικής πρωτοβουλίας όπου χωλαίνει. Αι αρμοδιότητες των δέον να διαγραφούν κατά τρόπον ο οποίος να εναρμονίζη την δραστηριότητα των με εκείνην του Δημοσίου.

Δια να επιτελέσει όμως ο δημόσιος τομεύς το έργον του και να συμβάλη εις την οικονομικήν ανάπτυξιν της χώρας, απαιτείται πλήρης, ριζική και θαρραλέα αναδιαμόρφωσις της δημοσίας διοικήσεως.

Ο δημόσιος υπάλληλος πρέπει και να αμείβεται επαρκώς και να τιμάται. Αλλά πρέπει συγχρόνως και το ήθος και η αποδοτικότης του να ανυψωθούν. Τα τελευταία έτη ήσαν περίοδος παρακμής. Η συναλλαγή, η κομματική μεταχείρισις του πολίτου, το προσωπικόν συμφέρον μετεβλήθησαν εις υψηλούς κανόνας, διέποντας την συμπεριφοράν της διοικήσεως.

Πρωταρχική προϋπόθεσις δια την επιτυχίαν της Ελλάδος εις τον στίβον της κοινής αγοράς είναι η ηθική αναγέννησις της δημόσιας διοικήσεως.

Η δημιουργία συγχρόνου κράτους εις την Ελλάδα θα απαίτηση και χρόνον και προσπάθειαν και θάρρος και θυσίας. Μόνον εάν είμεθα έτοιμοι να τα προσφέρωμεν, θα δυνηθή η Ελλάς να πάρη την θέσιν της εις το πλευρόν των Δημοκρατιών της Δύσεως.

Δια χώρας ως η Ελλάς, των οποίων οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι είναι σχετικώς πενιχροί, ο κύριος αξιοποιήσιμος πόρος είναι ο άνθρωπος. Και ευτυχώς η Ελλάς διαθέτει πρώτην ποιότητα. Επεται ότι η δημιουργία ανθρωπίνου κεφαλαίου θα πρέπει να είναι η πρωταρχική μας επιδίωξις. Αυτό αποτελεί και στόχον και μέσον επιτεύξεως της οικονομικής μας αναπτύξεως.

Δυνάμεθα επομένως να θεωρήσωμεν τας δαπανάς δια την υγείαν και την παιδείαν του ελληνικού λαού ως κατ' εξοχήν επενδύσεις υποδομής. Και είναι επομένως επιβεβλημένον το Κράτος της αύριον να ασχοληθή εξ ίσου τουλάχιστον με την παιδείαν, την στέγην, με την ιατρικήν και νοσοκομειακήν περίθαλψιν του πολίτου, όσον και με την τελειοποίησιν του συγκοινωνιακού δικτύου, και με την ανάπτυξιν των ενεργειακών πόρων της χώρας.

Πέραν της υποδομής όμως, το κράτος οφείλει να αναλάβη την πρωτοβουλίαν και εις εκείνους τους τομείς όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία χωλαίνει, ακριβώς διότι ωρισμέναι απαραίτητοι δραστηριότητες, δεν είναι αμέσως επικερδείς δια τον ιδιώτην - αλλ' όπου άπαξ αύται αναληφθούν δημιουργούν συνθήκας ευνοϊκός δια την ανάπτυξιν της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Πράγματι, η ανάπτυξις της γεωργικής επιχειρήσεως, της βιοτεχνίας και της μικρός βιομηχανικής επιχειρήσεως απαιτούν ανάληψιν πρωτοβουλιών εκ μέρους του κράτους, ως είναι η προώθησις και αναδιοργάνωσις και των αγορών του εσωτερικού και του εξαγωγικού εμπορίου και την παροχήν εις χαμηλόν κόστος πληροφοριών και πορισμάτων ερεύνης εις μεγάλην κλίμακα.

Το σύγχρονον Κράτος οφείλει να επωμισθή και τας ευθύνας υποδομής και τας ευθύνας προωθήσεως του ιδιωτικού τομέως εντός των πλαισίων του προγράμματος. Επιθυμώ να διευκρινίσω όμως την σχέσιν μεταξύ προγραμματισμού και παρεμβατισμού.

Ο ορθός προγραμματισμός απαιτεί τον διαχωρισμόν των λειτουργειών του Κράτους από την δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέως. Αι πολλαπλοί και εν πολλοίς αυθαίρετοι και αντικρουόμενοι επεμβάσεις του Κράτους εις την ιδιωτικήν οικονομίαν ασκούν ανασταλτικήν επίδρασιν εις την ανάπτυξιν της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Προγραμματισμός δεν σημαίνει αύξησιν των κρατικών παρεμβάσεων, αλλ' αντιθέτως αξιοποίησιν του ιδιώτου ως ενεργού και δημιουργικής μονάδος της κοινωνίας.

Εργον του κράτους είναι η δημιουργία της οικονομικής υποδομής, θεσμών και ευνοϊκού κλίματος δια την ανάπτυξιν επιτυχούς ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Δια την επιτυχίαν του προγράμματος είναι απαραίτητος η συμμετοχή των παραγωγικών τάξεων και του συνόλου του πληθυσμού.

Κοινός εχθρός και του Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέως είναι η γραφειοκρατία. Η διοικητική διαδικασία πρέπει και να απλουστευθή και να συντομευθή και ο ιδιωτικός υπάλληλος πρέπει επί τέλους να αναλάβη τας ευθύνας των πράξεων του.

Η επιβίωσις της Ελλάδος εις τα πλαίσια της Κοινής Αγοράς απαιτεί και ταχύν ρυθμόν οικονομικής αναπτύξεως και ορθολογικήν επιλογήν ειδικών αμέσων στόχων. Απαιτεί επομένως πρόγραμμα και απαιτεί σύγχρονον κράτος.

Αλλά η αναγέννησις του κράτους απαιτεί εθνικήν προσπάθειαν εις μεγάλη κλίμακα. Οικονομική ανάπτυξις εις τον 20όν αιώνα σημαίνει κινητοποίησις όλων των δυνάμεων του έθνους και ιδίως της νεότητος.

Καλούνται οι Ελληνες πολίται, οι νέοι της Ελλάδος, να ενταχθούν εις τον αγώνα δια την δημιουργίαν της συγχρόνου Ελλάδος»

«Ανδρέας Παπανδρέου: «Εισαγωγή στη Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Κονίστρα», Οικονομικό Περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ του 1963,